- μειδιάματος
- μειδιά̱ματος , μειδίαμαsmileneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… … Dictionary of Greek
Λέχαρ, Φραντς — (Franz Lehàr, Καμάρομ 1870 – Μπαντ Ισλ 1948). Ούγγρος μουσικοσυνθέτης. Ακολούθησε μουσικές σπουδές στη Βουδαπέστη και τις ολοκλήρωσε στην Πράγα το 1888. Ξεκίνησε ως διευθυντής στρατιωτικής μπάντας, όπως και ο πατέρας του. Υπήρξε μουσικός με… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δελφών — Το Μουσείο των Δελφών, που στεγάζει μία από τις πλουσιότερες συλλογές έργων της αρχαίας ελληνικής τέχνης, χτίστηκε την πρώτη δεκαετία του 20ού αι., από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, με χρήματα του ελληνικού δημοσίου και την αρωγή του εθνικού… … Dictionary of Greek